ναζιστής

ναζιστής
ο, θηλ. ναζίστρια
οπαδός τού ναζισμού, ναζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν, όρου, πρβλ. αγγλ. nazist < Nazi «ναζί», βλ. ναζί

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ναζιστής — ο θηλ. ίστρια οπαδός του ναζισμού, εθνικοσοσιαλιστής, φασίστας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναζιστικός — ή, ό [ναζιστής] αυτός που είναι χαρακτηριστικός τών ναζί ή ανήκει και αναφέρεται στον ναζισμό. επίρρ... ναζιστικά με ναζιστικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • νεοναζιστής — ο, θηλ. ίστρια [ναζιστής] οπαδός τού νεοναζισμού …   Dictionary of Greek

  • χιτλερικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται στον Χίτλερ ή συνδέεται με το όνομα, με το ποιόν και με την πολιτική τού Χίτλερ, ναζιστικός, φασιστικός (α. «χιτλερική ιδεολογία» β. «χιτλερική νεολαία» γ. «χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης») 2. το αρσ. και θηλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”